nomen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- nomen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁nḗh₃mn̥· συγγενές με το (αρχαία ελληνική) ὄνομα, το (σανσκριτικά) नामन् (nā́man), το (τοχαρικά Α) ñom, το (χεττιτικά) 𒆷𒀀𒈠𒀭 (lāman), το (αγγλοσαξονικά) nama (αγγλικά: name)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nomen ουδέτερο
[επεξεργασία]
- agnomen
- cognomen
- nominalis
- nomenclatio
- nomenclator
- nomenclatura
- nominalia
- nominaliter
- nominatim
- nominatio
- nominativus
- nomino
- praenomen
- pronomen
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nomen | nomină |
γενική | nominis | nominum |
δοτική | nominī | nominĭbus |
αιτιατική | nomen | nomină |
κλητική | nomen | nomină |
αφαιρετική | nomine | nominĭbus |