πάνυ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάνυ < αρχαία ελληνική πάνυ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpa.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πά‐νυ
τονικό παρώνυμο: πανί

Επίρρημα[επεξεργασία]

πάνυ

  • (αρχαιοπρεπές) πολύ, σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά
    ※  Εύρον νέαν πάνυ εύμορφον, καθαρίαν, εύστολον, ελλόγιμον Ελληνίδα και θυγατέρα φιλοσόφου. (Φερδινάνδος Γρηγορόβιος (1882) Αθηναΐς [διήγημα])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάνυ < πᾶς

Επίρρημα[επεξεργασία]

πάνυ

  1. πολύ, σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά
    ※  εἴδωλα εἰδωλοποιοῦντα, τοῦ δὲ ἀληθοῦς πόρρω πάνυ ἀφεστῶτα. (Πλάτων, Πολιτεία, Βιβλίο Ι' , 605c)
    ειδωλοποιεί είδωλα μένοντας πάρα πολύ μακριά από την αλήθεια. (μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη, 2015 [1])
  2. ὁ πάνυ: ο αληθινός (επιτατικά), ο εξέχων, ο φημισμένος