Μετάβαση στο περιεχόμενο

timp

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

timp (ro) αρσενικό

  1. ο καιρός, ο χρόνος
    n-avem timp - δεν έχουμε χρόνο/καιρό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]