Zeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Zeit | die Zeiten |
γενική | der Zeit | der Zeiten |
δοτική | der Zeit | den Zeiten |
αιτιατική | die Zeit | die Zeiten |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Zeit (de) θηλυκό