Jahr
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Jahr | die | Jahre |
γενική | des | Jahrs Jahres |
der | Jahre |
δοτική | dem | Jahr Jahre |
den | Jahren |
αιτιατική | das | Jahr | die | Jahre |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Jahr < από πρωτογερμανική ρίζα, συγγενές με το αγγλικό year, η οποία προέρχεται από ινδοευρωπ. ρίζα. Πρβ. αρχαία ελληνική ὥρα ("εποχή")
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Jahr (de) ουδέτερο
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Jahr αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Jahr < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Jahr αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Jahr < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Jahr αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Jahr < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Jahr αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [5]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)
- Κύρια ονόματα (σουηδικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σουηδικά)
- Κύρια ονόματα (νορβηγικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (νορβηγικά)