Jahr
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Jahr | Jahre |
γενική | Jahr(e)s | Jahre |
δοτική | Jahr(e) | Jahren |
αιτιατική | Jahr | Jahre |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Jahr < από πρωτογερμανική ρίζα, συγγενές με το αγγλικό year, η οποία προέρχεται από ινδοευρωπ. ρίζα. Πρβ. αρχαία ελληνική ὥρα ("εποχή")
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Jahr (de) ουδέτερο