Jahr

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Jahr die Jahre
γενική des Jahrs
Jahres
der Jahre
δοτική dem Jahr
Jahre
den Jahren
αιτιατική das Jahr die Jahre

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Jahr < από πρωτογερμανική ρίζα, συγγενές με το αγγλικό year, η οποία προέρχεται από ινδοευρωπ. ρίζα. Πρβ. αρχαία ελληνική ὥρα ("εποχή")

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Jahr (de) ουδέτερο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Jahr αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Jahr < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Jahr αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Jahr < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Jahr αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Jahr < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Jahr αρσενικό ή θηλυκό

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [5]