Μετάβαση στο περιεχόμενο

ημίχρονο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημίχρονο τα ημίχρονα
      γενική του ημιχρόνου
& ημίχρονου
των ημιχρόνων
    αιτιατική το ημίχρονο τα ημίχρονα
     κλητική ημίχρονο ημίχρονα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ημίχρονο < ημι- + χρόνος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική half-time

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ημίχρονο ουδέτερο

  1. το μέρος ενός αθλητικού αγώνα που έχει διάρκεια ίση με το μισό της συνολικής
  2. το διάλειμμα ανάμεσα στα δύο μέρη ενός αγώνα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]