αναχρονισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναχρονισμός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀναχρονισμός (αναχρονισμός· αλλαγή χρόνου συλλαβών ή γραμματικού χρόνου)[1][2] ή όψιμη ελληνιστική κοινή, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anachronisme.[3] Μορφολογικά αναλύεται σε ανα- + χρονισμός με κατάληξη -ισμός. → δείτε τη λέξη χρόνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.na.xɾo.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐χρο‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναχρονισμός αρσενικό
- (λογοτεχνικό) η μεταφορά ενός πολιτισμικού στοιχείου που χαρακτηρίζει μια ιστορική περίοδο σε αφήγηση που αναφέρεται σε μιαν άλλη εποχή
Η αναφορά στο σίδηρο σε διάφορα σημεία της Ιλιάδας αποτελεί έναν αναχρονισμό, εφόσον ο σίδηρος ήταν γνωστός στην εποχή που συντέθηκε το έπος, όχι όμως και στη μυκηναϊκή εποχή, στην οποία αναφέρεται.
- η διατήρηση ή επαναφορά στη χρήση ενός στοιχείου που θεωρείται πια ξεπερασμένο
Η θανατική ποινή για πολλούς αποτελεί έναν απαράδεκτο αναχρονισμό.- ※ 1931 - ΤΑΦ ΚΑΠΑ [ανώνυμος, γλώσσα δημοτική], «Της ζωής νταλαβέρι», εφημερίδα Ταχυδρόμος, αρ. φύλλου 1846, Μυτιλήνη, 19/1/1931 pdf, σελ.1
- Ἔχουμε Θρησκεία. Κεράκια, εἰκόνες, λιβανίσματα, σταυροκοπήματα, μετανίσματα ἁπλὰ, μετανίσματα μὲ ουρά. Δογματισμός, στείρωση πνευματικὴ, ἀναχρονισμὸς, μεγαλορημοσύνη, διδασκαλία «ἀπ' ἄμβωνος», ὑποκρισία (καμιὰ φορά). Παπαδισμός.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναχρονία [4]
- αναχρονίζω[5]
- αναχρονικά (επίρρημα)
- αναχρονικός
- αναχρονισμένος
- αναχρονιστικά (επίρρημα)
- αναχρονιστικός
- αναχρονιστικότητα
- και → δείτε τα συγγενικά στη λέξη χρόνος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]με το χρονισμός:
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναχρονισμός
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αναχρονισμός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ αναχρονισμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αναχρονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αναχρονισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Όροι με με αναχρον- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)