χρόνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χρόνιος | η | χρόνια & χρονία |
το | χρόνιο |
γενική | του | χρόνιου & χρονίου |
της | χρόνιας & χρονίας |
του | χρόνιου & χρονίου |
αιτιατική | τον | χρόνιο | τη | χρόνια & χρονία |
το | χρόνιο |
κλητική | χρόνιε | χρόνια & χρόνια |
χρόνιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χρόνιοι | οι | χρόνιες | τα | χρόνια |
γενική | των | χρόνιων & χρονίων |
των | χρόνιων & χρονίων |
των | χρόνιων & χρονίων |
αιτιατική | τους | χρόνιους & χρονίους |
τις | χρόνιες | τα | χρόνια |
κλητική | χρόνιοι | χρόνιες | χρόνια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρόνιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρόνιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈxɾo.ni.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρό‐νι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]χρόνιος, -α, -ο
- που διαρκεί για χρόνια
- ⮡ χρόνιος εθισμός
- ⮡ θεραπευτήριο χρονίων παθήσεων
- που επαναλαμβάνει κάτι επί χρόνια
- ⮡ χρόνιος καπνιστής
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Σε λόγιες χρήσεις ο τόνος κατεβαίνει στη γενική.
Παράγωγα
[επεξεργασία]- χρόνια (επίρρημα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χρονίως (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη χρόνος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- χρόνιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χρόνιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χρόνιος | ἡ | χρονίᾱ & χρόνιος |
τὸ | χρόνιον |
γενική | τοῦ | χρονίου | τῆς | χρονίᾱς & χρονίου |
τοῦ | χρονίου |
δοτική | τῷ | χρονίῳ | τῇ | χρονίᾳ & χρονίῳ |
τῷ | χρονίῳ |
αιτιατική | τὸν | χρόνιον | τὴν | χρονίᾱν & χρόνιον |
τὸ | χρόνιον |
κλητική ὦ! | χρόνιε | χρονίᾱ & χρόνιε |
χρόνιον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | χρόνιοι | αἱ | χρόνιαι & χρόνιοι |
τὰ | χρόνιᾰ |
γενική | τῶν | χρονίων | τῶν | χρονίων & χρονίων |
τῶν | χρονίων |
δοτική | τοῖς | χρονίοις | ταῖς | χρονίαις & χρονίοις |
τοῖς | χρονίοις |
αιτιατική | τοὺς | χρονίους | τὰς | χρονίᾱς & χρονίους |
τὰ | χρόνιᾰ |
κλητική ὦ! | χρόνιοι | χρόνιαι & χρόνιοι |
χρόνιᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρονίω | τὼ | χρονίᾱ & χρονίω |
τὼ | χρονίω |
γεν-δοτ | τοῖν | χρονίοιν | τοῖν | χρονίαιν & χρονίοιν |
τοῖν | χρονίοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χρόνιος, -α, -ον και -ος, -ος, -ον
- διαρκής, που διαρκεί πολύ χρόνο
- που παρατείνεται, χρονίζει, καθυστερεί
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- χρόνιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρόνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'πλάγιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δίκαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δίκαιος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)