chronique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chronique | chroniques |
chronique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chronique (fr) θηλυκό
- το χρονικό