Μετάβαση στο περιεχόμενο

μεταχρονολόγηση

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταχρονολόγηση οι μεταχρονολογήσεις
      γενική της μεταχρονολόγησης* των μεταχρονολογήσεων
    αιτιατική τη μεταχρονολόγηση τις μεταχρονολογήσεις
     κλητική μεταχρονολόγηση μεταχρονολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταχρονολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μεταχρονολόγηση < μετα- + χρονολόγηση < μεταχρονολογώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μεταχρονολόγηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]