tense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | tense |
συγκριτικός | tenser |
υπερθετικός | tensest |
tense (en)
- αγχωμένος, τεντωμένος
- ↪ My nerves are tense/I am tense.
- Τα νεύρα μου είναι τεντωμένα.
- ↪ My nerves are tense/I am tense.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tense | tenses |
tense (en)
- (γραμματική) ο χρόνος
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | tense |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tenses |
αόριστος | tensed |
παθητική μετοχή | tensed |
ενεργητική μετοχή | tensing |
tense (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τεντώνω, τεντώνομαι
Πηγές[επεξεργασία]
- tense - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 874. ISBN 9780194325684., λήμμα: τεντώνω