tense up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας tense up
γ΄ ενικό ενεστώτα tenses up
αόριστος tensed up
παθητική μετοχή tensed up
ενεργητική μετοχή tensing up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

tense up < → δείτε τις λέξεις tense και up

Ρήμα[επεξεργασία]

tense up (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • tense up - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 874. ISBN 9780194325684. , λήμμα: τεντώνω