αγχωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋ.xoˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐χω‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αγχωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αγχώνω, που έχει καταληφθεί από άγχος