αγχωμένα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγχωμένα < αγχωμένος < αγχώνομαι < αγχώνω

Επίρρημα[επεξεργασία]

αγχωμένα

  1. για ενέργεια που γίνεται από κάποιον που νιώθει ο ίδιος άγχος
    ήρθε αγχωμένα και μου είπε ότι ...

Μεταφράσεις[επεξεργασία]