rok

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rok (nl)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rok lata
γενική roku lat
δοτική rokowi latom
αιτιατική rok lata
οργανική rokiem latami
τοπική roku latach
κλητική roku lata

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rok < πρωτοσλαβική rokъ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /rɔk/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rok (pl) αρσενικό

  1. ο χρόνος, το έτος
    ile ma pan lat? - πόσων χρονών είστε;
    urodziłem się w pięćdziesiątym dziewiątym roku - γεννήθηκα το (έτος) πενήντα εννέα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • rok przestępny: δίσεκτο έτος
  • sto lat: (εκατό χρόνια) ευχή και αντίστοιχο τραγούδι γενεθλίων

Συγγενικά[επεξεργασία]



Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rok < πρωτοσλαβική rokъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rok (sk) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rok < πρωτοσλαβική rokъ

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rok (cs) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]