διχρονίτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διχρονίτικος η διχρονίτικη το διχρονίτικο
      γενική του διχρονίτικου της διχρονίτικης του διχρονίτικου
    αιτιατική τον διχρονίτικο τη διχρονίτικη το διχρονίτικο
     κλητική διχρονίτικε διχρονίτικη διχρονίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διχρονίτικοι οι διχρονίτικες τα διχρονίτικα
      γενική των διχρονίτικων των διχρονίτικων των διχρονίτικων
    αιτιατική τους διχρονίτικους τις διχρονίτικες τα διχρονίτικα
     κλητική διχρονίτικοι διχρονίτικες διχρονίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διχρονίτικος < δίχρονος + -ίτικος

Επίθετο[επεξεργασία]

διχρονίτικος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]