βραχυχρόνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βραχυχρόνιος < αρχαία ελληνική βραχυχρόνιος < βραχύς + χρόνος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vɾa.çiˈxɾo.ni.os/
Επίθετο
[επεξεργασία]βραχυχρόνιος, -α, -ο
- που έχει σχετικά μικρή χρονική διάρκεια
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βραχύχρονος
- μακρόχρονος
- μονόχρονος
- ολιγόχρονος
- πολυχρόνιο
- πολύχρονος
- και → δείτε τα συγγενικά στη λέξη χρόνος