bref
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bref | brefs |
θηλυκό | brève | brèves |
bref (fr)
Επίρρημα[επεξεργασία]
bref (fr)
- εν συντομία, με λίγα λόγια