αρχιχρονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρχιχρονιά | οι | αρχιχρονιές |
γενική | της | αρχιχρονιάς | των | αρχιχρονιών |
αιτιατική | την | αρχιχρονιά | τις | αρχιχρονιές |
κλητική | αρχιχρονιά | αρχιχρονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.xɾoˈɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐χρο‐νιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιχρονιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η πρωτοχρονιά
- Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, (ψηλή μου δεντρολιβανιά) / κι αρχή καλός μας χρόνος (εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο). (Κάλαντα Πρωτοχρονιάς)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αρχιχρονιάτικα
- αρχιχρονιάτικος
- → δείτε τις λέξεις αρχή και χρόνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιχρονιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρχι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)