σύγχρονος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύγχρονος < αρχαία ελληνική σύγχρονος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.xɾo.nos/
Επίθετο
[επεξεργασία]σύγχρονος, -η, -ο
- της ίδιας χρονικής περιόδου ή ηλικίας
- ο Πλάτωνας ήταν σύγχρονος του Σωκράτη
- ταυτόχρονος
- που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή μας
- που συμβαδίζει με το πνεύμα της εποχής μας και υιοθετεί τις αντιλήψεις και καινοτομίες της σε αντίθεση με αυτόν που παραμένει προσκολλημένος στο παρελθόν
- (πληροφορική) λειτουργία (πχ. συνάρτηση) σε υπολογιστή που εκτελείται όταν έχουν ολοκληρωθεί οι προηγούμενες λειτουργίες, δηλαδή σε συγκεκριμένη σειρά και όχι ταυτόχρονα (ασύγχρονα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] της εποχής μας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σύγχρονος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]σύγχρονος
- της ίδιας χρονικής περιόδου ή ηλικίας
Πηγές
[επεξεργασία]- σύγχρονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)