contemporary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

contemporary (en)

  1. σύγχρονος (σε σχέση με κάποιον/κάτι άλλο)
  2. σύγχρονος (που συμβαίνει τώρα)