contemporary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός contemporary
συγκριτικός more contemporary
υπερθετικός most contemporary

Επίθετο

[επεξεργασία]

contemporary (en)

  1. σύγχρονος, σε σχέση με κάποιον/κάτι άλλο
  2. σύγχρονος, που συμβαίνει τώρα
    ⮡  This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
    Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.