δυόμισι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυόμισι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δυόμισι < αρχαία ελληνική δύο + ἥμισυς
Αριθμητικό
[επεξεργασία]δυόμισι άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυόμισι
|