Μετάβαση στο περιεχόμενο

digit

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
digit digits

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

digit (en)

  1. (αριθμητική) το ψηφίο
      a six-figure income - εισόδημα εξαψήφιου αριθμού
      The number has only one digit.
    Ο αριθμός έχει ένα μόνο ψηφίο.
      The phone numbers in Athens are seven digits.
    Οι αριθμοί των τηλεφώνων στην Αθήνα είναι επταψήφιοι.
      a three-figure/seven-figure number - τριψήφιος/επταψήφιος αριθμός
  2. (ανατομία) το δάχτυλο