δίψηφο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δίψηφο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δίψηφο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίψηφο
|
δίψηφο ουδέτερο
|