Μετάβαση στο περιεχόμενο

tesselle

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tesselle tesselles

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tesselle (fr) θηλυκό