συμβολιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συμβολιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική symboliste < αρχαία ελληνική σύμβολον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συμβολιστής αρσενικό (θηλυκό: συμβολίστρια)
- (τέχνη) καλλιτέχνης (ζωγράφος, λογοτέχνης κ.λπ.) που ακολουθεί τον συμβολισμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συμβολιστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)