στικτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στικτός | η | στικτή | το | στικτό |
γενική | του | στικτού | της | στικτής | του | στικτού |
αιτιατική | τον | στικτό | τη | στικτή | το | στικτό |
κλητική | στικτέ | στικτή | στικτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στικτοί | οι | στικτές | τα | στικτά |
γενική | των | στικτών | των | στικτών | των | στικτών |
αιτιατική | τους | στικτούς | τις | στικτές | τα | στικτά |
κλητική | στικτοί | στικτές | στικτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στικτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στικτός
Επίθετο[επεξεργασία]
στικτός, -ή, -ό
- ο γεμάτος στίγματα
- αυτός που σχηματίζεται από στίγματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
θέμα στικτ-
- αντιστικτικά
- αντιστικτική
- αντιστικτικός
- ένστικτο & συγγενικά
- κατάστικτος
- υπόστικτος
θέμα στιξ-
- → δείτε τη λέξη στίξη
για άλλα θέματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στικτός < στίζω *στιγ-jω, στιγ- + -τός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
στικτός, -ή, -όν
- που φέρει στίγματα, σημάδια από πυρακτωμένο εργαλείο
- (γενικότερα) κατάστικτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
θέμα στικτ-
- ἀδιάστικτος
- ἀμάστικτος
- ἀπερίστικτος
- ἄστικτος
- βοόστικτος
- διαστίκτης
- ἐλαφόστικτος
- ἐὔστικτος
- κατάστικτος
- λευκόστικτος
- μελανόστικτος
- ὀρροπυγόστικτος
- περίστικτος
- ποικιλόστικτος
- πολύστικτος
- προϋποστικτέον
- πυκνόστικτος
- στικτέον
- στίκτης
- στικτόπους
- ὑποστικτέον
θέμα στιξ-
- → δείτε τη λέξη στίξις
για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη στίζω
Πηγές[επεξεργασία]
- στικτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στικτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τός (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)