αντιστικτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιστικτικός < αντίστιξη + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) ιταλική contrappuntistico)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιστικτικός, -ή, -ό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αντίστιξη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιστικτικός