instant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
instant (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
instant (en)
- άμεσος, προσεχής
- άμεσος, επείγων
- άμεσος, που εμφανίζεται αμέσως, παρών
- στιγμιαίος, που κρατάει μια στιγμή
- στιγμιαίος, που παρασκευάζεται πολύ γρήγορα
- τρέχων (για μήνες)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instant | instants |
θηλυκό | instante | instantes |
instant (fr)
- επίμονος
- sollicitation/prière instante - επίμονη παράκληση
- → δείτε τη λέξη pressant
- sollicitation/prière instante - επίμονη παράκληση
- επείγων
- επικείμενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
instant (fr) αρσενικό
- η στιγμή
- un instant, s'il-vous-plaît ! - μια στιγμή, παρακαλώ!
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
instant (ro)
Επίρρημα[επεξεργασία]
instant (ro)