péril
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
péril | périls |
péril (fr) αρσενικό
- ο κίνδυνος
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
péril | périls |
péril (fr) αρσενικό