péril
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
péril | périls |
péril (fr) αρσενικό
- ο κίνδυνος
ενικός | πληθυντικός |
péril | périls |
péril (fr) αρσενικό