danger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
danger (en)
- ο κίνδυνος
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- be in danger: διατρέχω κίνδυνο
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
danger | dangers |
danger (fr) αρσενικό
- ο κίνδυνος
- il a été mis en danger - κινδύνεψε