danger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
danger dangers

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

danger (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο κίνδυνος, οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας
    ⮡  That sign is a warning for danger.
    Αυτό το σήμα είναι προειδοποίηση για κίνδυνο.
    ⮡  There’s no danger of war/fire.
    Δεν υπάρχει κίνδυνος πολέμου/φωτιάς.
    ⮡  The ship was in danger due to the rough seas.
    Το πλοίο κινδύνεψε εξαιτίας της μεγάλης θαλασσοταραχής.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο κίνδυνος, η πιθανότητα να συμβεί κάτι κακό ή δυσάρεστο
    ⮡  There’s no danger of him coming.
    Δεν υπάρχει κίνδυνος να έλθει.
    ⮡  I am in danger of being expelled.
    Διατρέχω τον κίνδυνο να αποβληθώ.
    ⮡  I’m in danger of losing my job.
    Κινδυνεύω να χάσω τη δουλειά μου.
  3. ο κίνδυνος, ένα άτομο ή ένα πράγμα που μπορεί να προκαλέσει ζημιά ή να βλάψει κάποιον
    ⮡  That driver is a danger to society!
    Αυτός ο οδηγός είναι δημόσιος κίνδυνος!
    ⮡  Smoking is a danger to your health.
    Το κάπνισμα είναι κίνδυνος για την υγεία σου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
danger dangers

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

danger (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]