Μετάβαση στο περιεχόμενο

dangerously

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός dangerously
συγκριτικός more dangerously
υπερθετικός most dangerously

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
dangerously < dangerous + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

dangerously (en)

  • επικίνδυνα
    παράδειγμα  The atmosphere was dangerously charged.
    Η ατμόσφαιρα φορτίστηκε επικίνδυνα.