dangerous
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | dangerous |
συγκριτικός | more dangerous |
υπερθετικός | most dangerous |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
dangerous (en)
- επικίνδυνος
- ↪ The wild bear is very dangerous.
- Η άγρια αρκούδα είναι πολύ επικίνδυνη.
- ≈ συνώνυμα: precarious και unsafe
- ↪ The wild bear is very dangerous.