unsafe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός unsafe
συγκριτικός unsafer / more unsafe
υπερθετικός unsafest / most unsafe

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unsafe < un- + safe

Επίθετο[επεξεργασία]

unsafe (en)

  • επισφαλής, μη ασφαλής, επικίνδυνος
    The building is unsafe after the earthquake.
    Το κτίριο είναι επισφαλές μετά το σεισμό.
    The bridge is unsafe.
    Η γέφυρα είναι επισφαλής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη dangerous
     αντώνυμα: safe

Πηγές[επεξεργασία]