unsafe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unsafe |
συγκριτικός | unsafer / more unsafe |
υπερθετικός | unsafest / most unsafe |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unsafe (en)
- επισφαλής, μη ασφαλής, επικίνδυνος
Πηγές[επεξεργασία]
- unsafe - Oxford Learner's Dictionaries
- unsafe - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 328. ISBN 9780194325684., λήμμα: επισφαλής