endanger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας endanger
γ΄ ενικό ενεστώτα endangers
αόριστος endangered
παθητική μετοχή endangered
ενεργητική μετοχή endangering

Ετυμολογία [επεξεργασία]

endanger < en- + danger

Ρήμα[επεξεργασία]

endanger (en)

Πηγές[επεξεργασία]