threaten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | threaten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | threatens |
αόριστος | threatened |
παθητική μετοχή | threatened |
ενεργητική μετοχή | threatening |
Ρήμα[επεξεργασία]
threaten (en)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη threat