instantly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

instantly < instant + -ly

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɪn.stənt.li/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

instantly (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. αμέσως, χωρίς καθυστέρηση
    Fake news spreads instantly across social media.
    Οι ψευδείς ειδήσεις εξαπλώνονται αμέσως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη immediately
  2. (αρχαϊκό) επειγόντως
  3. (παρωχημένο) ταυτόχρονα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

instantly (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]