instance
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
instance | instances |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]instance (en)
- το περιστατικό, το παράδειγμα, η περίπτωση
- ⮡ Only one instance out of many will show you what…
- Ένα μονάχα περιστατικό μέσ' από πολλά θα σας δείξει τι…
- ⮡ Only one instance out of many will show you what…
- (πληροφορική) οι εξής περιπτώσεις, σημασιολογικά παρόμοιες, δηλαδή αφηρημένες οντότητες σε κατάσταση λειτουργίας:
- (γενικά) η εκτέλεση κώδικα προγράμματος, το πρόγραμμα σε κατάσταση λειτουργίας
- (στον αντικειμενοστρεφή προγραμματισμό) → δείτε τον όρο class instance, το στιγμιότυπο κλάσης
- → δείτε και τη λέξη instantiation
- δείτε επίσης: instance (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων) → δείτε τον όρο relation instance, το στιγμιότυπο σχέσης
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]πληροφορική:
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
instance στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- instance - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιστατικό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
instance | instances |
instance (fr) θηλυκό
- η αρχή