as soon as
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Σύνδεσμος
[επεξεργασία]as soon as (en)
- αμέσως μετά, μόλις, αφότου, από τη στιγμή
- ↪ As soon as I saw him, I understood that…
- Αμέσως μόλις τον είδα κατάλαβα ότι…
- ↪ As soon as I saw him, I understood that…
Συγγενικά
[επεξεργασία]- as soon as possible (en) (ASAP (en)): το συντομότερο δυνατόν
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 38. ISBN 9780194325684., λήμμα: αμέσως