Μετάβαση στο περιεχόμενο

éternité

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
éternité éternités

éternité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]