timely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός timely
συγκριτικός timelier
υπερθετικός timeliest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
timely < time + -ly

Επίθετο

[επεξεργασία]

timely (en)

  • επίκαιρος, έγκαιρος, που ταιριάζει στην παρούσα κατάσταση, που έγινε στην κατάλληλη στιγμή
    ⮡  a timely intervention - επίκαιρη παρέμβαση
    ⮡  The fire was extinguished thanks to the timely notification and arrival of the fire department.
    Η φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ειδοποίηση και άφιξη της πυροσβεστικής.
     συνώνυμα: well-timed, opportune, seasonable

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]