well-timed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | well-timed |
συγκριτικός | better-timed / more well-timed |
υπερθετικός | best-timed / most well-timed |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
well-timed (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 322. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίκαιρος