Lektion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Lektion (de) θηλυκό
- το μάθημα
- die erste Lektion - το πρώτο μάθημα