mot
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mot | mots |
mot (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
mot | mots |
mot (fr) αρσενικό