κυβόλεξο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κυβόλεξο | τα | κυβόλεξα |
| γενική | του | κυβόλεξου | των | κυβόλεξων |
| αιτιατική | το | κυβόλεξο | τα | κυβόλεξα |
| κλητική | κυβόλεξο | κυβόλεξα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυβόλεξο ουδέτερο
- (παιχνίδι) παιχνίδι με γράμματα σε πλευρές κύβων, με σκοπό τον σχηματισμό λέξεων όταν οι κύβοι τοποθετηθούν ο ένας πάνω ή δίπλα στον άλλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυβόλεξο
|
|