Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακυριολεξία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακυριολεξία οι ακυριολεξίες
      γενική της ακυριολεξίας των ακυριολεξιών
    αιτιατική την ακυριολεξία τις ακυριολεξίες
     κλητική ακυριολεξία ακυριολεξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακυριολεξία < α- στερητικό + κυριολεξία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακυριολεξία θηλυκό

  • η χρήση μιας λέξης ή φράσης κατά τρόπο που δεν συμφωνεί με την πραγματική ή συνήθη σημασία της

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]