décoratif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décoratif | décoratifs |
θηλυκό | décorative | décoratives |
Επίθετο
[επεξεργασία]décoratif (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη décorer