αδελφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀδελφή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδελφή οι αδελφές
αδελφάδες
      γενική της αδελφής των αδελφών
αδελφάδων
    αιτιατική την αδελφή τις αδελφές
αδελφάδες
     κλητική αδελφή αδελφές
αδελφάδες
Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, λαϊκότροποι.
Κατηγορία όπως «αδερφή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ðelˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δελ‐φή
τονικό παρώνυμο: αδέλφι

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

αδελφή < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἀδελφή και λόγια επίδραση στο αδερφή [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αδελφή θηλυκό (αρσενικό αδελφός)

  1. (οικογένεια) αυτή που έχει γεννηθεί από τον ίδιο γονέα με κάποιον άλλον
  2. (χριστιανισμός) η μοναχή
  3. (ιατρική) η νοσοκόμα, η νοσηλεύτρια
    ※  Η αδελφή είπε ότι θα μου έβγαζαν πλάκες. (Θανάσης Βαλτινός, Ο γύψος. Συλλογή διηγημάτων Δεκαοχτώ κείμενα. Αθήνα: Κέδρος, 1970)
  4. (μειωτικό) άντρας ομοφυλόφιλος → δείτε τη λέξη αδερφή

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

θέμα με αδελφ-

→ και δείτε τη λέξη αδερφή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

αδελφή: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αδελφή

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]