αδελφάδες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀδελφάδες

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδελφάδες < αδερφάδες με λόγια επίδραση και υπερδιόθωση [ɾf] > [lf] κατά το αδελφή.[1] Δείτε και το μεσαιωνικό ἀδελφάδες

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ðelˈfa.ðes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δελ‐φά‐δες

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

αδελφάδες θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]