Μετάβαση στο περιεχόμενο

sœur

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sœur sœurs

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sœur (fr) θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]